- καταπληγία
- καταπληγία, ἡ (Α) [καταπληγής]καταπλαγία*, υπερβολικός φόβος, πανικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπληγία — καταπληγίᾱ , καταπληγία panic fear fem nom/voc/acc dual καταπληγίᾱ , καταπληγία panic fear fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek